- δωσίλογος
- -η, -οο υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για τις πράξεις του, ο υπόλογος: Είναι δωσίλογος για τις καταχρήσεις που έκανε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δωσίλογος — και δοσίλογος, ο, η 1. αυτός που από τον νόμο υποχρεώνεται να λογοδοτήσει μετά το τέλος τής θητείας του 2. εκείνος που διαχειρίζεται εν όλω ή εν μέρει ξένη περιουσία και υποχρεώνεται να δώσει απολογισμό 3. ένοχος συνεργασίας με τα στρατεύματα… … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
δοσίλογος — ο βλ. δωσίλογος … Dictionary of Greek
κουίσλινγκ — ο πρόσωπο που συνεργάζεται εκούσια με τον εχθρό σε βάρος τών ομοεθνών του, δωσίλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Νορβηγού πολιτικού Vidkun Quisling, που συνεργάστηκε με τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο] … Dictionary of Greek
υπεύθυνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ευθύνεται για κάτι: Οι υπεύθυνοι της κυπριακής τραγωδίας. 2. υπόλογος, δωσίλογος: Υπεύθυνος τυπογραφείου. 3. αυτός που δίνεται ή γίνεται με την ευθύνη κάποιου: Υπεύθυνη δήλωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)